
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Nordland I” – BATHORY
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2002
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Black Mark Production
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Thomas Börje “Quorthon” Forsberg, Stig Börje “Boss” Forsberg, Mikael “Mimo” Moberg
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: Thomas Börje “Quorthon” Forsberg (μουσική, στίχοι)
Έχουν γραφτεί χιλιάδες επί χιλιάδων λέξεις, σε τόνους χαρτί, με τόνους από μελάνι, σε αμέτρητες σελίδες Microsoft Word, για το ποιος ήταν ο Thomas Börje “Quorthon” Forsberg, τι έκανε ως μουσικός, τι προσέφερε, ποια η αξία του και η επιδραστικότητά του στις μετέπειτα «γενιές». Οπότε, ξεκινώντας αυτό το κείμενο, ας μου επιτραπεί να μην αναλωθώ σε μια ακόμη επανάληψη της επανάληψης ω επανάληψη, να μη μιλήσω για χιλιοστή φορά για το “Hammerheart” και το “Twilight of the gods” και να πιάσω το νήμα από το 2001.
Ως γνωστόν, ο Quorthon είχε χωρίσει καρδιά και ψυχή στα δύο και είχε δώσει το ένα κομμάτι της καθεμιάς στο black metal και το άλλο στον επικό ήχο. Ποιοι δίσκοι αντικατόπτριζαν αυτή του τη θέληση το ξέρουμε, όπως ξέρουμε θαρρώ πως το “Blood fire death” ήταν το ακριβές σημείο επαφής των δύο αυτών κόσμων. Το 2001 λοιπόν, με το “Destroyer of worlds”, προσπάθησε να επιστρέψει στις εποχές του “Blood fire death” και να αναβιώσει εκείνο το τόσο μοναδικό συναίσθημα, όπου ο επικός με τον ακραίο ήχο «περπατούσαν πλάι πλάι». Το αποτέλεσμα ήταν περίπου απογοητευτικό, αφού λίγα ήταν τα τραγούδια που όντως εξέφραζαν το μεγαλείο της συνθετικής ικανότητας του δημιουργού τους. Ο Quorthon ακουγόταν αποπροσανατολισμένος, πελαγωμένος, να προσπαθεί να φανεί μέσα από πρόχειρα, κακογραμμένα και κακοπαιγμένα, ως επί το πλείστον, κομμάτια, ενός ανομοιογενούς, σε μουσικό, στιχουργικό, ερμηνευτικό καθώς και σε επίπεδο παραγωγής, δίσκου.
Κάπου εκεί, γεννήθηκε η απορία και ετέθη το ερώτημα: Μπορούσε ο ψηλός να ανακάμψει συνθετικά; Ήταν το “Destroyer…” μια (ακόμη) κακή παρένθεση, ή μήπως η αρχή της κατρακύλας; Προς υπεράσπισή του, κάποιοι πόνταραν στο ταλέντο του, αποκλείοντας αυτό να έχει «εξατμιστεί», ενώ κάποιοι άλλοι έφεραν ως αντιπαράδειγμα το υπέρτατο “Blood on ice”, που είχε διαδεχθεί άθλιους δίσκους. Δεν ήταν όμως ίδια περίπτωση. Το “Blood on ice” είχε γραφτεί ως το τρίτο μέρος της θρυλικής “Viking” τριλογίας μαζί με τα “Hammerheart” — “Twilight of the gods” (και ΟΧΙ, το “Blood fire death” δεν ανήκει εκεί), την εποχή που ο Thomas συνέθετε αριστουργήματα ακόμη και στον δρόμο για το super market και απλά βγήκε από το συρτάρι κάποια χρόνια αργότερα. Τότε, υπήρχε δημιουργικός οίστρος. Τώρα τι γίνεται…
“Land of unforgiving winter… Cold, clad in white, under a dark grey sky”…
Και έφτασε εκείνος ο Νοέμβριος, είκοσι χρόνια πριν. Μια μέρα σαν την σημερινή. Ή μάλλον, όχι ακριβώς σαν την σημερινή. Δευτέρα ήταν τότε, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Το πρώτο μέρος του “Nordland” αποκαλύπτεται στο ευρύ κοινό και από τα πρώτα δευτερόλεπτα του πρελούδιού του (“Prelude”), ξέραμε πως όλα είχαν μπει στη θέση τους. Μια εισαγωγή που όχι απλά «δημιουργούσε το σωστό κλίμα», αλλά ανασήκωνε κάθε τρίχα του κορμιού μας, «σαλπίζοντας», όπως το μεγάλο κέρας που ακούγεται σ’αυτή, την ουσιαστική και θριαμβευτική επιστροφή του μεγάλου βόρειου βάρδου.
Ο Quorthon ήταν ξανά εδώ και μαζί του έφερνε το απίστευτο ταλέντο του να «ζωντανεύει» τις νότες από το πεντάγραμμο και να τις κάνει εικόνες. Εικόνες άλλοτε στατικές, άλλοτε κινούμενες, εικόνες του δικού του κόσμου… Tου κόσμου των προγόνων του. Επηρεάζεται για πολλοστή φορά από τη λαογραφία της πατρογονικής του γης, τους μύθους και την ιστορία της, επεκτείνει τα όρια της έμπνευσής του σε θρύλους γειτονικών λαών, λατρεύει για μιαν ακόμη φορά την σκανδιναβική φύση. O σκανδιναβικός Μεσαίωνας δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάποιον αξιότερο, κάποιον καλύτερο για να τον τραγουδήσει. Άλλωστε, όσοι ακολούθησαν και προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, όσο καλοί και να ήταν, επί της ουσίας αυτόν αντέγραφαν.

Το “Nordland” είναι γεμάτο από σπουδαία τραγούδια. Τιτάνια, μεγαλιθικά και μακρόσυρτα έπη, μεσαιωνικές μπαλάντες, γρήγορες, επιθετικές συνθέσεις. Ακούγεται «μονορούφι», όχι λόγω του ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τρόπον τινά concept, οπότε πρέπει να ακολουθείται η ροή της εκάστοτε ιστορίας, αλλά διότι η ποιότητά των τραγουδιών που το απαρτίζουν είναι τέτοια, που σε αναγκάζει να μην προσπεράσεις κάποιο από αυτά. Έστω κι αν μέσα σου, έχεις κάνει από την αρχή τη δική σου διαλογή, ως προς αυτά που σου αρέσουν περισσότερο.
Πέραν των προσωπικών γούστων του καθενός όμως, κρίνοντας βάσει ενός γενικοτέρου αντίκτυπου ως τώρα, θεωρώ πως τα δύο πιο εμβληματικά κομμάτια του album είναι το παραμυθένιο “Ring of gold”, όπου αποθεώνεται η ικανότητα του «μουσικού storytelling» από πλευράς Quorthon και το έπος (του έπους, το έπος, ω έπος) “Foreverdark woods”, όπου αποθεώνεται αντίστοιχα η λαογραφική προσέγγιση στους στίχους. Ειδικά το δεύτερο, θα μπορούσε να πάρει τη θέση οποιασδήποτε μεγάλης, κλασσικής σύνθεσης των BATHORY σε οποιονδήποτε από τους τρεις δίσκους της “Viking” τριλογίας, με το σπαθί του, απολύτως δίκαια και αξιοκρατικά και το εννοώ. Στα δύο προαναφερθέντα, πρόσθεσε και το “Vinterblot” και έχεις την αγαπημένη τριάδα του γράφοντος, μαζί με την άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
Για κάποια χρόνια, υπήρχε μια πληροφορία πως με το “Nordland I” ξεκίνησε μια επική τετραλογία, που όμως έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτη, αφού ο Quorthon προδόθηκε από την καρδιά του το 2004, έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει μόνο τούτο δω και το “Nordland II”, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά. Η αλήθεια είναι πως τα δύο αυτά albums γράφτηκαν την ίδια περίοδο, το ένα μετά το άλλο και πέραν αυτών, δεν ξέρουμε αν υπάρχει κάτι άλλο, υπό τη μορφή ακυκλοφόρητου υλικού. Οπότε, η «πληροφορία» αυτή ελέγχεται για την εγκυρότητά της και μάλλον πρόκειται περί φήμης. Το μόνο σίγουρο είναι πως το 2004 θα κυκλοφορούσε το επόμενο BATHORY album (υπήρξε τότε σχετική ανακοίνωση), αλλά με τίτλο που δε θα ήταν σχετικός με τους δύο προκατόχους του. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, αυτοί οι δύο δίσκοι αποτέλεσαν μια διλογία αντάξια του ονόματος του σπουδαίου αυτού Σουηδού και σηματοδότησαν ένα τέλος που άρμοζε στο ταλέντο και στην αξία του.
Did you know that:
- “Nordland” σημαίνει «Γη του Βορρά» και επίσης είναι η ονομασία της ομώνυμης επαρχίας στη Νορβηγία, με πρωτεύουσα το Salzenmund, φημισμένης για το παρθένο τοπίο της, γεμάτο βουνά και fjords.
- “Vinderblot” ή “Winter blot” σημαίνει «Χειμερινή θυσία αίματος». Βlót (Παλαιά Σκανδιναβικά) και blōt ή geblōt (Παλαιά Αγγλικά) σημαίνει «θυσία αίματος» στον σκανδιναβικό και αγγλοσαξονικό παγανισμό, αντίστοιχα. Τέτοια τελετουργικά γίνονταν με την έλευση του χειμώνα. Ένα blót μπορούσε να αφιερωθεί σε οποιονδήποτε από τους σκανδιναβικούς — γερμανικούς θεούς, στα πνεύματα της γης αλλά και στους προγόνους, για να εξασφαλιστεί η προστασία και η ευλογία τους προς την εκάστοτε κοινότητα μέχρι την επόμενη άνοιξη, οπότε και οι άνδρες πολεμιστές θα εξορμούσαν ξανά για κάθε είδους περιπέτεια, από πλιάτσικο μέχρι εκτεταμένες εισβολές. Το τελετουργικό της θυσίας περιλάμβανε θυσία ζώων και αιχμαλώτων από παλαιότερες πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς και μυστηριακά — τελετουργικά γεύματα.
- Το “Dragon’s Breath” αντλεί έμπνευση από τον θρύλο του βασιλέα Uther Pendragon, πατέρα του Αρθούρου, πρώτου κατόχου του Excalibur.
- Το “Ring of gold” είναι μια, εξαιρετική ομολογουμένως, προσπάθεια του Quorthon να γράψει ένα… ερωτικό τραγούδι. Μιλά για έναν Viking πολεμιστή, ο οποίος θέλει να κάνει πρόταση γάμου στην αγαπημένη του, δίνοντάς της ένα πολύτιμο, χρυσό δαχτυλίδι, πριν να φύγει για την επόμενη, εαρινή του πολεμική εξόρμηση. Στους στίχους υπάρχει καλά κρυμμένη και μια έμμεση αναφορά στο σύμπαν του έπους «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν».
- Αν και οι BATHORY ουσιαστικά δε διασκευάζονται, υπάρχουν κάποιες πολύ καλές διασκευές τραγουδιών του “Nordland”. Από αυτές, ψάξε και άκουσε τις προσπάθειες των BJARLA, DARKEST ERA και NEKROMANT στο “Foreverdark woods” και των MAEL MORDHA στο “Vinterblot”. Άλλο ένα στοιχείο, ως προς τον αντίκτυπο που είχε αυτός ο δίσκος και γιατί θα πρέπει να θεωρείται «κλασσικός».
Δημήτρης Τσέλλος