
Η καταμέτρηση δείχνει το νούμερο 16. Τόσα είναι και τα άλμπουμ στα οποία έχουν φθάσει οι ROYAL HUNT με το άρτι αφιχθέν “Dystopia Part II”, δύο χρόνια σχεδόν μετά το πρώτο μέρος. Το line up παραμένει σταθερό εδώ και αρκετά χρόνια, ο δε κινητήριος μοχλός τους από το 1989 (!!!) Andre Andersen ‑και μετά το τελευταίο τους πόνημα υπό την αιγίδα της Frontiers, “Devil’s dozen”- αποφάσισε να “τρέξει” την μπάντα μέσω της δικής του εταιρείας, Northpoint Productions, με σκοπό την απρόσκοπτη καλλιτεχνική ελευθερία του μουσικού οργανισμού. Οι Δανοί παραμένουν πιστοί στο αρχικό τους όραμα, ένας συνδυασμός μελωδικού heavy, με συμφωνικά μέρη και prog metal καταλήξεις, που τους έφερε ενώπιον ενός μικρού αριθμητικά αλλά αφοσιωμένου οπαδικά κοινού, που τους στήριξε ακόμα και στις δύσκολες περιόδους τους. Δεν πρόκειται να ξεχάσουμε, βέβαια, τα “πήγαινε έλα” των τραγουδιστών, με τον Henrik Brockmann να δίνει την θέση του στον D.C. Cooper, που στο peak του σχήματος αποχωρεί και τον John West να τον αντικαθιστά, τον Mark Boals να παίρνει την σκυτάλη πριν επανέλθει για δεύτερη φορά ο Cooper. Κάτι από THRESHOLD με λίγα λόγια…
Αν και οι δύο –τουλάχιστον- πρώτες ακροάσεις δεν αποκάλυψαν το πραγματικό πρόσωπο του δίσκου, εντούτοις η συνέχεια ήταν αισθητά διαφοροποιημένη. Και παρά το αρχικό σοκ της φωνής του Cooper που μου φάνηκε ελαφρώς “πεσμένος” σε σχέση με ότι ανέμενα, η πορεία του “Dystopia Part II” έδειξε ότι σαφώς και δεν θα ήταν σοφό από μεριάς μας να περιμένουμε επανάληψη των όσων συνέβησαν πριν 25 χρόνια. Το ζητούμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις παραμένει η διατήρηση της αξιοπρέπειας του υλικού και το κατά πόσο η πεποίθηση του καλλιτέχνη πως αξίζει να βρίσκεται ακόμα στις επάλξεις τις δισκογραφίας μπορεί να μεταλαμπαδευθεί συνθετικά και με αποδέκτες τους ίδιους τους οπαδούς. Και ο Andersen αποδεικνύει πως εκτός από εγνωσμένης αξίας μουσικός είναι και ικανός καπετάνιος. Η συνύπαρξη του Cooper με τους δύο από τους τρεις πρώην τραγουδιστές του σχήματος (Brockmann και Boals) αλλά και εκείνη του γυρολόγου Mats Leven, φαίνεται ότι λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά και καλύπτει ορισμένα κενά τα οποία η τωρινή ερμηνεία του Cooper δείχνει να μην μπορεί να ανταπεξέλθει με ευκολία όπως στο παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτύπωμα των περισσοτέρων στιγμών του άλμπουμ αποδεικνύει πως οι ROYAL HUNT δεν έχουν απωλέσει την ικανότητα τους να κρατούν ζωντανό του ενδιαφέρον των οπαδών γύρω από το όνομα τους και τραγούδια όπως τα “Live another day”, “One more shot” (απλά εξαιρετικό) και το μεγαλεπίβολο 14λεπτο “Scream of anger” πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Αυτό που θα προτιμούσα, βέβαια, είναι να μην υπήρχαν τόσα instrumental (αν και το “The purge” είναι εξαιρετικό), πρελούδια και εξόδια αλλά φαντάζομαι ότι ακόμα κι αυτά στο μυαλό του ηγέτη τους εξυπηρετούν την ροή της συνέχισης του concept που είναι βασισμένο στην νουβέλα του Ray Bradbury “Fahrenheit 451”… Η παραγωγή –ως είθισται- είναι αψεγάδιαστη, το εξώφυλλο βασίζεται σε πολύ βαθμό στο concept του προηγούμενου με σκουρόχρωμες χρωματικές αποκλίσεις και εν τέλει μου είναι αρκετά δύσκολο να κρύψω την ικανοποίηση μου για τους ROYAL HUNT του 2022. Σαν το παλιό καλό κρασί…
7,5 / 10
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης