
«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: NINTH REALM
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “A fate unbroken”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Mercenary Press
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Joey Burke – Τύμπανα
Ben Hageage – Φωνητικά
Jared Henry – Μπάσο
Liam McMahon — Lead κιθάρα
Charles House — Ρυθμική κιθάρα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
YouTube
Ένα ακόμη νέο συγκρότημα, υποδεχόμαστε στα Underground Halls. Πρόκειται για τους NINTH REALM, από το Maryland των Η.Π.Α, οι οποίοι μετά από μια σειρά EPs και demos, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια από το έτος ιδρύσεώς τους, κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους. Το “A fate unbroken” αποτελείται από οκτώ κομμάτια, συν μια εισαγωγή, τα οποία συμπληρώνουν «τριάντα και τρία» λεπτά μουσικής. Χρόνος ιδανικός για μια μπάντα ώστε να αποκαλύψει αρκετές από τις αρετές της, αν όχι όλες, αλλά και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή, χωρίς να τον κουράζει.
Μην έχοντας ιδέα περί των πεπραγμένων της μπάντας, βλέποντας το εξώφυλλο, με τον βάρβαρο πολεμιστή να είναι έτοιμος να παλέψει εναντίον του «κάτι σαν Balrog» δαίμονα και τις promo φωτογραφίες, όπου το κουιντέτο ποζάρει με outfit το οποίο παραπέμπει σε συγκροτήματα του επικού NWOTHM χώρου, θεώρησα πως θα ακούσω κάτι αντίστοιχο. Θεώρησα επίσης πως επρόκειτο για μια ακόμη από τις αμέτρητα μετριότατα, μην πω κακά, μην πω «για τα σκουπίδια», συγκροτήματα που έχουν κατακλύσει το κίνημα και το γνωστό ιντερνετικό κανάλι. Η εισαγωγή του “Gates of Tythorin”, ουδέτερη ούσα, δε γινόταν να με προδιαθέσει για κάτι συγκεκριμένο. Θα μπορούσε να είναι μια εισαγωγή σε οποιοδήποτε album, οποιασδήποτε μπάντας χρησιμοποιεί ambient ήχους στη μουσική της. Εκείνη την ώρα όμως, διάβαζα το βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει το promo και…

… ξαφνιάστηκα! Το album είναι ένα «τέλειο μείγμα crossover thrash και παραδοσιακού heavy metal», έγραφε το info, αλλά ούτε καν αυτό δεν περιέγραψε με σαφήνεια, αυτό που παίζουν οι Αμερικανοί. Στο thrash και στο παραδοσιακό heavy, πρόσθεσε γερές δόσεις death metal, κάποιες «πρέζες» black metal του πρώτου κύματος καθώς και hardcore (!) και έχεις την πλήρη ηχητική αποτύπωση του “A fate unbroken”. Τα παραπάνω, διυλίζονται μέσα από ένα “Sword & Sorcery” φίλτρο, με το αποτέλεσμα να είναι πραγματικά εντυπωσιακό.
Οι Αμερικανοί τα πάνε εξαιρετικά τόσο στις υψηλές ταχύτητες, όσο κι όταν κατεβάζουν ρυθμό, με τα mid-tempo τραγούδια τους να ηχούν ως τεράστιες μεταλλικές riff-ο-σειρές. Έχω την εντύπωση πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια απρόσμενη έκπληξη από πλευράς NINTH REALM και πως η μπάντα μας αναγκάζει να έχουμε το βλέμμα μας στραμμένο επάνω της και το νου μας σε εγρήγορση, για τα επόμενα βήματά της. Στο κοινό πεδίο όπως οι πρώιμοι SLAYER, TESTAMENT, MORBID SAINT, MERCYFUL FATE συναντούν τους CELTIC FROST, POWER TRIP, CRO MAGS και AGNOSTIC FRONT και οι θηριώδεις κιθάρες τα αβυσσαλέα, κτηνώδη φωνητικά, το “A fate unbroken” είναι το album που θα σε υποδεχτεί. Αν μιλάμε για τον ορισμό του “crossover” εν έτει 2022, τότε είναι αυτό εδώ. Ντεμπούτο — δίκοπο μαχαίρι.
(8 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: SUDDEN DEAF
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Havoc”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Max McCord Cortez – Τύμπανα
Andrew Kenneth “Drew” Potter — Φωνητικά, μπάσο
Dylan Hamilton Bigelow – Κιθάρα
Alexander Lee Turner – Κιθάρα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
YouTube
Αναβίωση του αυθεντικού hard rock/heavy metal μέρος… δεν ξέρω, έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να μετρώ! Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μας έρχονται οι SUDDEN DEAF, ένα κουαρτέτο που μετρά μόλις έναν (1) χρόνο ζωής κι όμως, ετοίμασε ήδη και κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του, με τίτλο “Havoc”. Πότε συναντήθηκαν οι τέσσερείς τους, πότε τα κουβέντιασαν, πότε τα συμφώνησαν και πότε συνέθεσαν και ηχογράφησαν τούτο το album, είναι αλήθεια εντυπωσιακό. Κι αυτό που κάνει το όλο εγχείρημα ακόμη πιο εντυπωσιακό, είναι πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια «προχειροδουλειά», αλλά το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει τη βιασύνη. Εκτός κι αν, ήταν παλαιοί γνωστοί και η όλη ιδέα τριγυρνούσε στο μυαλό τους καιρό τώρα.
Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε από το προφανές: οι τύποι είναι από το Austin του Texas, τι μπορεί να πάει λάθος; Τίποτα. Οι τέσσερεις Τεξανοί ισορροπούν μεταξύ hard rock και heavy metal με πολύ μεγάλη άνεση και το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από αξιόλογο. Τι κι αν δεν έχουν εταιρεία πίσω τους, το “Havoc” είναι ένα άλμπουμ που δεν έχει να ζηλέψει το παραμικρό από αντίστοιχες περιπτώσεις, πολυδιαφημισμένων κυκλοφοριών, mainstream καλλιτεχνών. Το μεγαλύτερο ατού της μπάντας, είναι σίγουρα το κιθαριστικό δίδυμο των Bigelow/Turner, οι οποίοι και δίνουν, κατά το δοκούν, πότε hard rock και πότε metal αισθητική στις μόλις έξι συνθέσεις. Όντες πραγματικά εμπνευσμένοι, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια στους Potter και Cortez, ώστε να μείνουν πίσω, σε τούτη την ιδιότυπη κούρσα. Έτσι, το rhythm section χτυπά τον ακροατή στο κέντρο, με έναν τρόπο που μόνον οι μεγάλοι των 70s έκαναν. Όσο για τα φωνητικά, αν σου θυμίζουν τα αντίστοιχα των HEAVY LOAD, δε θα έχεις καθόλου άδικο.

Μιας και μίλησα για τους HEAVY LOAD, ναι μεν αποτελούν και αυτοί ένα σχήμα συγγενές, ως προς τον ήχο των SUDDEN DEAF, αλλά αν θέλουμε να φιλτράρουμε το “Havoc” και να βρούμε έτσι τα συστατικά που το δημιούργησαν, θα δούμε πως αποτελείται από το πρώιμο heavy metal των DIAMOND HEAD και JUDAS PRIEST (“British Steel” αυστηρά), το heavy rock/doom των BLACK SABBATH Μk.I, τους RUSH του ντεμπούτου και το αρχέγονο rock/proto-metal σχημάτων σαν τους MOUNTAIN, TRAPEZE, GRAND FUNK και SIR LORD BALTIMORE.
Οι SUDDEN DEAF στο “Havoc” ορίζουν αυτό που λέμε “old school” και “vintage”. Αν αυτός ο δίσκος έβγαινε το 1978, θα λογιζόταν σαν heavy metal, σκέτο και χωρίς πολλά λόγια. Σήμερα, έχουμε την άνεση να το επεξηγήσουμε-αναλύσουμε περισσότερο και να του «κολλήσουμε» την ταμπέλα που μας αρέσει περισσότερο. Όπως και να ’χει, αυτό που μένει, είναι πως έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ καλό δίσκο, παραδοσιακής υφής, από αυτούς που έκαναν metalhead των Lars Ulrich. Και δεν είναι τυχαίο το όνομα.
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE LOOM OF TIME
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Grand false karass”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Aeternitas Tenebrarum Musicae Fundamentum
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Steven Reid – Τύμπανα
Matthew J. Ratcliffe — Κιθάρες, φωνητικά
Brad Delforce – Μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify
YouTube
Υπάρχουν περιπτώσεις άλμπουμ, τα οποία πιάνουν τον ακροατή από τα μαλλιά από την πρώτη νότα και αρνούνται πεισματικά αν τον αφήσουν σε ησυχία μέχρι και το τέλος της διάρκειας τους. Μία από αυτές τις περιπτώσεις, είναι και το άλμπουμ των THE LOOM OF TIME, “Grand false karass”. Οι εν λόγω, είναι ένα συγκρότημα από την Αυστραλία και συγκεκριμένα από το Aberdeen της Νέας Νότιας Ουαλίας, οι οποίοι εισήλθαν στο δισκογραφικό γίγνεσθαι το 2016 με το ντεμπούτο τους “NihilReich”, τήρησαν σιγή ασυρμάτου για τα επόμενα έξι χρόνια για να επανέλθουν φέτος, αν μη τι άλλο δυναμικά και κάτι παραπάνω. Όπως και στην προηγούμενη δουλειά τους, μνεία πρέπει να γίνει στο πανέμορφο, εμπνευσμένο από κλασικό πίνακα, εξώφυλλο, που σίγουρα προδιαθέτει με την αισθητική του ακόμα περισσότερο τον ακροατή.

Η τριπλέτα από την Νέα Νότια Ουαλία, πολύ χονδρικά θα λέγαμε ότι παίζει Extreme Progressive Metal. Παίζει όμως μόνο αυτό; Σε καμία περίπτωση. Μέσα από τις εννέα συνθέσεις του δίσκου τους, παρελαύνουν στοιχεία από διάφορα είδη, μία ευρύτατη γκάμα από ιδέες προερχόμενες από σχεδόν κάθε παρακλάδι του extreme (και όχι μόνο) metal χώρου. Από Death και Thrash σε Black, από Progressive σε πανέμορφες συμφωνικές διαδρομές. Πρόκειται για ένα άλμπουμ τόσο φρέσκο, τόσο γεμάτο ιδέες και τόσο ιδιαίτερο που πραγματικά «φωνάζει» για επαναλήψεις, μέχρι να κατορθώσει ο ακροατής να το αφομοιώσει ως ένα ικανοποιητικό βαθμό και στην συνέχεια να συνεχίσει να το ακούει απλά για την απόλαυση που προσφέρει. Το πρώτο άλμπουμ των Αυστραλών, ήταν και αυτό δυναμικό και ιδιαίτερο. Αυτή τους η δουλεία όμως, ξεπερνά κάθε προσδοκία, σίγουρα θα δημιουργήσει νέους οπαδούς για το σχήμα και δεδομένου του επιπέδου του, ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες από την επόμενη δουλειά τους, όταν αυτή κυκλοφορήσει. Ο πήχης όμως έχει ήδη τεθεί πολύ ψηλά. Θα τον ξεπεράσουν; Μακάρι, η σκηνή έχει ανάγκη από τέτοια συγκροτήματα και τέτοιες κυκλοφορίες.
(8 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WARLUNG
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Vulture’s Paradise”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Heavy Psych Sounds Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
George Baba — Κιθάρες, φωνητικά
Philip Bennett — Κιθάρες, φωνητικά
Chris Tamez – Μπάσο
Ethan Tamez – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
YouTube
Σε αυτό το Volume των Underground Halls, το Texas έχει την τιμητική του. Οι WARLUNG είναι κι αυτοί από εκεί, μόνο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Houston. Εν αντιθέσει όμως με τους συντοπίτες τους SUDDEN DEAF, οι WARLUNG έχουν ήδη «κολλήσει» αρκετά «ένσημα» ως τώρα. Το ντεμπούτο τους, “Sleepwalker”, κυκλοφόρησε το 2017, ως μια ανεξάρτητη, άνευ εταιρείας, προσπάθεια. Το “Immortal portal” θα ερχόταν δύο χρόνια μετά και θα τους παρουσίαζε ως μια ταχέως αναπτυσσόμενη δύναμη στον underground χώρο. Κάπου εκεί, τους ανέλαβε η Heavy Psych Sounds και το “Optical delusions” που κυκλοφόρησε το 2020, θα ήταν το album της καθιέρωσής τους.
Φέτος είναι η σειρά του “Vulture’s Paradise” να μας δείξει τις δυνατότητες των Τεξανών και έχω την εντύπωση πως το καταφέρνει περίφημα. To ως τώρα καλύτερο album τους, “Optical delusions”, ξεπερνιέται και η μπάντα παρουσιάζεται καλύτερη από κάθε άλλη φορά. Οι WARLUNG δεν είναι άλλη μια stoner υπόθεση. Αυτό που κάνουν, είναι σαφέστατα πολύ πιο σύνθετο και εν τέλει αξιομνημόνευτο, από τον μέσο όρο της stoner «σκηνής». Από τη μια έχουν στοιχεία doom και κλασσικού heavy, ως προς τη metal πλευρά τους. Από την άλλη, το έτερο μισό τους, αποτελείται από τα καλύτερα συστατικά του desert rock, του garage, της ψυχεδέλειας και ναι, των blues.

Για πότε τα βαρύτατα riffs αλλάζουν μορφή σε αιθέριες ψυχεδελικές μελωδίες, ούτε που το καταλαβαίνεις. Για πότε ο αέρας της τεξανής ερήμου δίνει τη θέση του στο heavy metal του βιομηχανικού Birmingham, ούτε αυτό το βλέπεις να έρχεται. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του group, είναι τα διπλά πρώτα φωνητικά, στο ύφος των UNCLE ACID AND THE DEADBEATS. Τόσο ο George Baba όσο και ο Phillip Bennett, είναι ικανότατοι σε αυτό το στυλ, οι φωνές τους συμπληρώνουν η μία την άλλη και «δένουν» τέλεια με τη μουσική. Μια μουσική που φέρνει στο νου τους BLACK SABBATH, KYUSS, THE SWORD, UNCLE ACID, με τραγούδια που δε χάνουν ποτέ τον ultra-heavy χαρακτήρα τους, μόνο διαφοροποιούνται σχετικά στο απόλυτα bluesy “Caveman blues” και αφήνουν τη ψυχεδέλεια να έχει τον πρώτο λόγο στα δύο που κλείνουν τον δίσκο, τα “Worship the void” και “Runes”. Ειδικά στο τελευταίο, ένα πανέμορφο τέκνο της τελετουργικής ένωσης του “Planet Caravan” με το “Scarborough fair”.
Το “Vulture’s Paradise” είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό album, ικανό να «τραβήξει» κάθε ακροατή που ψάχνει την καλή μουσική, από τον metalhead μέχρι τον hippie rocker. Δηλοί την αξία των WARLUNG με επιχειρήματα ατράνταχτα και κάνει το δικό του, γερό «μπάσιμο» στην κούρσα των ποιοτικότερων δίσκων της χρονιάς. Απλά, άκουσέ το.
(8,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος