
Κλείσαμε 22 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας των LAMB OF GOD και μάλιστα με 9 δίσκους. Συνυπολογίζοντας τόσο το ότι είναι μία μπάντα που περιοδεύει συνεχώς, όσο και εκείνη τη μαύρη περίοδο της ιστορίας της με τη φυλάκιση του Randy Blythe, οι άνθρωποι είναι φουλ παραγωγικοί και συνεπείς. Και το ακόμα καλύτερο, είναι ότι με λίγες εξαιρέσεις, είναι συνεπείς και στην ποιότητα των κυκλοφοριών τους. Με το “Omens” βέβαια, το ένατο άλμπουμ τους, το σφράγισαν κιόλας!
Το προηγούμενο άλμπουμ τους, το ομότιτλο, ήταν μια χαρά επίσης. Ήταν και κομβικό, αφού ήταν το πρώτο με τον (παικτούρα ολκής!!!) Art Cruz πίσω από τα τύμπανα στη θέση του συνυφασμένου με τη μπάντα Chris Adler (που δεν ήταν φυσικά απλά ένας drummer), ενώ ήταν και αυτό με το μεγαλύτερο κενό μεταξύ δίσκων τους, μία ολόκληρη πενταετία και έκλεισε επίσης τον κύκλο τους στη Nuclear Blast. «Νέα» εταιρεία τώρα λοιπόν, αφού επέστρεψαν στην Epic, ακόμα πιο δεμένο σύνολο και απ’ ότι φαίνεται ακόμη περισσότερη ορμή, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, αλλά και όρεξη και ενέργεια! Αν σας άρεσε το “Lamb of God”, το “Omens”, προσωπικά, είναι ένα σκαλί πάνω.
Μουσικά δεν υπάρχουν πάρα πολλά να πούμε για το τι παίζουν εδώ οι LAMB OF GOD. Είναι από εκείνες τις μπάντες που ξέρεις μεν τι θα ακούσεις, αλλά καταφέρνουν με έναν δικό τους τρόπο να μην ακούγονται ούτε επαναλήψιμοι, ούτε βαρετοί, για κανένα λόγο. Και σε αυτό παίζει ρόλο το ότι έχουν έμπνευση ρε παιδί μου αυτοί οι Αμερικάνοι. Και πάντα φροντίζουν να εμπλουτίζουν τον ήχο τους με κλασικά (γι’ αυτούς) στοιχεία, που υπήρχαν πάντα στη μουσική τους, αλλά επιλέγουν να τα βγάζουν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο μπροστά. Εδώ, στο “Omens”, βγαίνει περισσότερο μπροστά και η southern πλευρά τους, τόσο σε riffs, όσο και σε συνθετική νοοτροπία μερικών ρεφρέν κυρίως, αλλά και η hardcore πλευρά τους, η οποία μάλιστα δίνει και κάποια από τα κορυφαία τραγούδια του άλμπουμ. Groove metal, southern επιρροές, hardcore επιρροές, μία παραγωγή που ΤΣΑΚΙΖΕΙ (Josh Wilbur στη μίξη και Ted Jensen στο mastering, δίδυμο-όνειρο για όποιον έχει metal μπάντα εκεί έξω και θέλει να ακουστεί απλά τεράστιος) και ένας Randy Blythe που δείχνει όχι απλά αγέραστος, αλλά (για να γίνω και γραφικούλης) μοιάζει με το κρασί που όσο παλιώνει γίνεται καλύτερο. Αλλά ας το κάνουμε ουίσκι, γιατί με το κρασί δεν τα πάω καλά. Το νόημα το έχετε. Πραγματικά, ακόμα και τώρα, στα 51 του, αφήνει το λαρύγγι του στο πάτωμα που λέμε και δείχνει ότι όχι απλά δεν τον ακουμπάει ο χρόνος, αλλά βγάζει ακόμη περισσότερη καφρίλα και ενέργεια. Τι να πω. Από κοντά και οι στίχοι του, οι οποίοι πάντα ήταν εξαιρετικά γραμμένοι και συνεχίζουν. Αξίζει αναφοράς ο Art Cruz, ο drummer τους, ο οποίος είναι και μακράν ο μικρότερος ηλικιακά (34 ετών μόλις), όμως πέραν ότι δείχνει ότι έπαιζε μαζί τους από την αρχή, έχει φέρει έναν άλλο αέρα στο drumming του σχήματος και σε στιγμές είναι απλά απολαυστικός. Εξαιρετική μεταγραφή και με τη βούλα, μετά το δίσκο-προσαρμογή, το “Lamb of God”.
Ακόμη μία φορά, σε ένα δίσκο LAMB OF GOD, αν για κάτι δεν μπορεί να παραπονεθεί κάποιος, είναι για την ποικιλία στα τραγούδια. 10 στο σύνολο, για όλα τα γούστα, από mid tempo σε ξυλοφορτωτές, σε groove-άτα, σε πιο πειραματικά, όλα μαζί, όλα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Νομίζω, μετά από πολλές ακροάσεις, πως αν δύο εξ αυτών, τα “Gomorrah” και “To the grave”, ήταν δίπλα στα υπόλοιπα ποιοτικά (όχι ότι δεν είναι πολύ καλά και αυτά), θα μιλάγαμε ακόμα και για τον καλύτερο δίσκο τους, τουλάχιστον σε θέμα ισορροπίας της ποιότητας των τραγουδιών μεταξύ τους. Για κάποιους μπορεί να είναι κιόλας. Γούστα είναι, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Γιατί έχει ΚΟΜΜΑΤΑΡΕΣ, όπως το “Denial mechanism”, τίγκα hardcore-ίλα και ξύλο, όπως το “September song” που κλείνει το άλμπουμ ιδανικά όντας από αυτά τα mid tempo κομμάτια της μπάντας με τις πολύ ωραίες αλλαγές και τα grooves μέσα, αλλά και την ατμόσφαιρά του, όπως το “Ill designs” με την ποικιλία του και ένα από τα κορυφαία ρεφρέν του άλμπουμ χαλαρά, όπως το ομότιτλο, το “Omens”, που είναι πιο “απλό” από τα άλλα, όμως η hardcore αισθητική και groove‑α του σου καρφώνονται στο μυαλό, όπως το “Ditch” με το φοβερό riffing και drumming και το πολύ ωραίο down ρεφρέν, όπως το “Nevermore”, όπως το “Grayscale” με ρεφρέν λες και είναι βγαλμένο από το “The great southern trendkill” των PANTERA. Από όλα έχει ο μπαξές που λέμε.
Οι LAMB OF GOD, με το νέο άλμπουμ τους μέσω της Epic, κάνουν μία δήλωση, όχι απλά ότι είναι ακόμα εδώ, αλλά και ότι δισκογραφικά τουλάχιστον, είναι η καλύτερη μπάντα του χώρου τους και έχουν ακόμα πολλά να δώσουν. Εκτός αν κάποιος συνυπολογίζοντας ποσότητα, συνέπεια και ποιότητα αυτών, μπορεί να βρει πολλές άλλες μπάντες του είδους που είναι καλύτερες. Δεν το περίμενα τόσο καλό! Στους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, άνετα.
8 / 10
Φραγκίσκος Σαμοΐλης