Underground Halls Vol. 127 — “This is Hammers!” — The HAMMERS OF MISFORTUNE Special Edition
To progressive metal έχει εδώ και χρόνια παρεξηγηθεί αλλά και «ξεχειλωθεί» ως έννοια. Το ποιος μπορεί και κυρίως το ποιος δικαιούται να φέρει αυτόν τον όρο ως «ταμπέλα» στη μουσική του, είναι μια συζήτηση τόσο μεγάλη, που δε μπορεί να γίνει εδώ, για ευνόητους λόγους. Εμείς, σε τούτη την περιήγησή μας στα Underground Halls, θα ασχοληθούμε κατά αποκλειστικότητα με ένα συγκρότημα από τα λίγα που τους αξίζει αυτός ο χαρακτηρισμός, τους Αμερικανούς HAMMERS OF MISFORTUNE. Θα πιάσουμε το νήμα από τις πρώτες τους μέρες και θα το ξετυλίξουμε ως το σήμερα, ακούγοντας και την ολοκαίνουργια δισκογραφική τους δουλειά, το “Overtaker”, η οποία είναι πιθανότατα ό,τι πιο ανατρεπτικό έχουν κάνει ποτέ. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το San Francisco των mid 90s…
… όπου ο John Cobbett, πρώην κάτοικος Washington και βετεράνος της εκεί punk σκηνής και του πρώτου κύματος του αμερικανικού hardcore, αποφασίζει να ξεκινήσει το δικό του metal συγκρότημα. Πρώτος επιβιβάστηκε στο σκάφος ο Mike Scalzi, ιδρυτής των σπουδαίων (THE LORD WEIRD) SLOUGH FEG και καθηγητής φιλοσοφίας στο Diablo Valley College. Κιθαρίστες/τραγουδιστές και οι δυο τους, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τον drummer Chewy Marzolo και την μπασίστρια Janis Tanaka (πρώην L7) και δημιουργούν τους UNHOLYCADAVER, τον «προθάλαμο», τη «βάση», τη «μαγιά» αν θες, των HAMMERS OF MISFORTUNE.
Τα τραγούδια που συνέθεσαν τότε και ήταν έτοιμα το 1998, θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας μόλις το 2011, με το ομώνυμο album του group. Σε εκείνον τον δύσκολο, «στριφνό», αλλά ουσιαστικά καινοτόμο δίσκο, οι UNHOLY CADAVER «έμπλεξαν» το παραδοσιακό heavy με το death, το doom και το black, βάζοντας γερά θεμέλια και φανερώνοντας τις πρώτες πτυχές της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του βασικού συνθέτη John Cobbett. Προς τούτο, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση το πώς αυτός ταίριαξε τόσο πολύ με τον επίσης απρόβλεπτο Scalzi, που εκείνη την περίοδο είχε ήδη δύο εξαιρετικούς δίσκους με τους SLOUGH FEG και συμπεριλαμβανόταν στις μεγάλες ελπίδες του US Metal.
Στο “Unholycadaver” συμμετείχαν επίσης δύο ακόμη εκλεκτές κυρίες: η Erica Stolz σε μπάσο/φωνή και η Lorraine Rath στα φωνητικά. Η πρώτη μετέπειτα frontwoman των vintage metallers SANHEDRIN, οι δυο τους «γρανάζια» του καταπληκτικού neoclassical/dark ambient/avant-garde project AMBER ASYLUM, ενός σχήματος του οποίου πολλοί μουσικοί έχουν παίξει στους Hammers ανά τα χρόνια και αντίστροφα. Μπορεί να μην έχει σχέση με το heavy metal, αλλά αξίζει και με το παραπάνω να ακούσεις τη δισκογραφία του.
Το νερό μπήκε στο αυλάκι…
“Hammers of Misfortune was previously named Unholy Cadaver…”
Και κάπως έτσι, με αυτή την επεξήγηση στο booklet του εξαιρετικού “TheBastard”, ξεκινά το 2001 η νέα εποχή του group. Ηχογραφημένο μεταξύ Ιουλίου του 1999 και Φεβρουαρίου του 2000, το νέο album παρουσιάζει μέσα από ένα χωρισμένο σε τρεις πράξεις μυθολογικό, ηρωικό concept album, το καινούργιο, ελκυστικότατο πρόσωπο των HAMMERS OF MISFORTUNE. Τα όποια ακραία στοιχεία έχουν μειωθεί στο ελάχιστο (υπάρχουν όμως ακόμη, πολύ καλά κρυμμένα) και αυτό που κυριαρχεί είναι το κλασσικό, βρετανικό heavy metal των IRON MAIDEN, ενωμένο με το hard rock των THIN LIZZY και το κέλτικο folklore.
Οι Scalzi/Cobbett είναι πια μαζί και στους SLOUGH FEG, έναν μόλις χρόνο πριν είχαν καταθέσει το ανυπέρβλητο “Down among the Deadmen”, η μεταξύ τους «χημεία» είναι κάτι το αξιοθαύμαστο και αποτέλεσμα αυτής είναι η δημιουργία ενός από τα καλύτερα κιθαριστικά δίδυμα των τελευταίων πολλών ετών. Επίσης μοιράζονται το μικρόφωνο μαζί με την Tanaka, «φτιάχνοντας» έτσι μια υπέροχη τριπλή φωνητική αντίθεση. Η Erica Stolz είναι παρούσα για δεύτερη και τελευταία φορά ενώ συνδράμει και ο Greg Haa, drummer των SLOUGH FEG, ISEN TORR και CAULDRON BORN. Η Lorraine Rath, αυτή τη φορά δεν ασχολήθηκε με τη μουσική αλλά φιλοτέχνησε το αριστουργηματικό booklet.
Αν ξεχωρίσουμε το “Unholy cadaver” σαν κάτι «άλλο», τότε το “The Bastard”, δίσκος της χρονιάς στο “Terrorizer”, ήταν ένα εξαιρετικό πρώτο βήμα. Για τον γράφοντα όμως, η μπάντα είναι η ίδια με άλλο όνομα, οπότε ως ντεμπούτο λογίζεται το “Unholy cadaver”.
Μετά από ένα τόσο καλό album, έπρεπε να ακολουθήσει ένα εξίσου καλό ή και καλύτερο ακόμη. Οι HAMMERS OF MISFORTUNE φεύγουν από την tUMULt, εταιρεία που είχε κατά βάση black metal καλλιτέχνες στο roster της και καταλήγουν στην αγκαλιά της Cruz del Sur. Η σύνθεσή τους παραμένει αναλλοίωτη και το “TheAugustengine” είναι έτοιμο από τον Απρίλιο του 2002, για να κυκλοφορήσει τελικά τον Σεπτέμβριο του 2003, με guest μουσικούς την Rath στα φωνητικά, την Kris T. Force των AMBER ASYLUM στο βιολί και την Sitara Kapoor στο cello. Πολύ πιο βαρύ και επιθετικό από τον προκάτοχό του, χωρίς όμως να στερείται του υπέροχου λυρισμού των «Σφυριών», το “The August engine” είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου δημιούργημα του John Cobbett, μουσικά, στιχουργικά αλλά και εικαστικά.
Στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά, το “The August engine” θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να ενώσουμε το “Killers”, το “Chinatown” και το “Prince of the poverty line” σε έναν δίσκο, μη μιλήσω για το ομότιτλο που «φωνάζει» METALLICA. Αξίζει τον τίτλο του “progressive” όχι επειδή μας φαίνεται, αλλά γιατί ΕΙΝΑΙ progressive και ναι, είναι ΤΟΣΟ καλό, όσο μαρτυρούν οι επιρροές του. Ξεχωριστή αναφορά πρέπει στην απόδοση του group, ένα πραγματικό manifesto τεχνικού και ευφάνταστου παιξίματος. Ειδικά οι Cobbett και Scalzi παίζουν «τις κάλτσες τους» και επειδή η μπάντα θα διαβάσει αυτό που έγραψα, μην παραξενευτεί όταν ο μεταφραστής γράψει “Cobbett and Scalzi are playing their socks”, είναι ελληνική αργκό έκφραση και σημαίνει «πάρα πολύ τεχνικά και εντυπωσιακά».
Παραδόξως, το λέω αυτό γιατί μόνο εμπορικό δεν το λες, η υποδοχή που του επιφύλαξε ο διεθνής Τύπος ήταν υπέρ το δέον θετική ως και αποθεωτική. Να λοιπόν που το “The Bastard” όχι μόνο ισοφαρίστηκε αλλά ξεπεράστηκε, σε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2003. Και φαντάσου, την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησαν οι SLOUGH FEG το απίστευτο “Traveler”… Χριστέ μου!
Μόνο αυτά τα δύο albums να είχαν οι ΗΑΜΜΕRS OF MISFORTUNE, αρκούσαν για να έχουν τη θέση τους σε αφιερώματα, αναδρομές και κάθε είδους επαινετικά κείμενα. Αλλά δεν έμειναν σ’ αυτά… αυτά ήταν μόνον η αρχή. Η Janis Tanaka αποχωρεί για να ενταχθεί στη μπάντα της Pink, η Jamie Myers (φωνητικά στους occult masters SABBATH ASSEMBLY) έρχεται στη θέση της, μαζί με την Sigrid Sheie (AMBER ASYLUM, μετέπειτα κυρία Cobbett) στο πιάνο και στα πλήκτρα και το 2006 κυκλοφορεί το για αρκετούς, καλύτερο album του group, το προοδευτικό αριστούργημα “The Locust Years”.
Εδώ τα «Σφυριά» ξεπερνούν εαυτόν, με ήχους που ξεκινούν από το 70s rock και φτάνουν στο thrash, σ’ένα μνημείο μουσικού πολιτισμού. Αν το “The August engine” ήταν «φρέσκο» και ανανεωτικό ως άκουσμα, το “The locust years” ήταν η εξέλιξή του, η οποία άνοιγε με την σειρά της νέους δρόμους σε μια ανεξερεύνητη γη. Όσο για το εξώφυλλο του Tom Woodruff, τι να πει κανείς… Εκπληκτικό! Τούτος εδώ, θα ήταν και ο τελευταίος δίσκος, μέχρι νεωτέρας βέβαια, που ο «Διόσκουρος» Scalzi θα κρατούσε τη δεύτερη κιθάρα και θα τραγουδούσε, αφού θα αποχωρούσε για να αφοσιωθεί στην κύρια μπάντα του.
Δε θα ήταν όμως ο μόνος που θα έπαιρνε τον δρόμο της εξόδου. Η Myers θα εγκατέλειπε κι αυτή το συγκρότημα, προκειμένου να δημιουργήσει οικογένεια. Τη θέση του Scalzi πίσω από το μικρόφωνο πήραν οι Patrick Goodwin και Jesse Quattro (σταθερή εμπιστοσύνη στις γυναίκες από πλευράς Cobbett) και της Myers o Ron Nichols. Με αυτή τη νέα σύνθεση, τον Cobbett να αναλαμβάνει όλες τις κιθάρες και υπό νέα σκέπη (Profound Lore Records), το συγκρότημα ηχογράφησε το διπλό άλμπουμ “Fields/Church of broken glass”, το 2008. Η «ανεξερεύνητη γη» τελικά δεν ήταν και τόσο «παρθένα», όσο νομίζαμε στην αρχή. Σαφέστατα λιγότερο metal από το “The August engine” και σαν φυσική συνέχεια του “The locust years”, το πολυποίκιλο “Fields…” κινείται περισσότερο στον χώρο του prog rock, χωρίς να χάνει τον metal χαρακτήρα του και μοιάζει σαν να φιλοδοξεί να επαναφέρει τη δόξα των γιγάντων του art rock, στον 21ο αιώνα.
Δεν ενθουσίασε όσο οι προκάτοχοί του, χρειάστηκε μπόλικο χρόνο για να το «χωνέψει» ο κόσμος, αλλά στο τέλος κέρδισε το παιχνίδι κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Μόνο που δε γνωρίζω αν η αποχώρηση του Mike Scalzi ευθυνόταν για την εκ νέου αλλαγή στην ηχητική «περιγραφή» της μπάντας ή αν αυτή ήταν προδιαγεγραμμένη, ως ένα καλοστημένο σχέδιο από πλευράς Cobbett. Πέραν της πάντα ευφάνταστης κιθάρας του αρχηγού τους, στο “Fields…” τα «Σφυριά» βασίζονται στα εντελώς vintage, al Jon Lord πλήκτρα και αναμενόμενα πια, στην όμορφη αντίθεση ανδρικών/γυναικείων φωνητικών. Και ακριβώς επειδή πλέον η κιθάρα είναι μία και δεν υπάρχουν αυτές οι εντυπωσιακές διπλές THIN LIZZY/IRON MAIDEN αρμονίες, αξίζει να προσέξεις λίγο παραπάνω τι κάνει ο Nichols στις χαμηλές συχνότητες. Μιλάμε για αφανή ήρωα!
2011. Αλλαγών συνέχεια, έτσι, για να μη ξεχνιόμαστε: Patrick Goodwin, Jesse Quattro και Ron Nichols έξω, Joseph Hutton και Max Barnett μέσα. Επανασύσταση των διπλών κιθαρών, με την είσοδο της Leila Abdul-Rauf των CARDINAL WYRM (επίσης στα φωνητικά), υπογραφή στην κραταιά Metal Blade και “17th Street”. Η επιστροφή σε πιο παραδοσιακές «φόρμες», η διατήρηση της progressive διάθεσης αλλά και η περισσότερο από κάθε άλλη φορά doomy και ψυχεδελική αισθητική, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νέου δίσκου. Η δεύτερη κιθάρα κάνει αμέσως αισθητή την παρουσία της, τα πλήκτρα εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν και ο Joe Hutton θυμίζει στα φωνητικά τον Mike Scalzi, κάτι που οι παλαιότεροι οπαδοί του group, μόνο ως θετικό το έλαβαν.
Το “17th Street” έτυχε πολύ καλής υποδοχής από τον Τύπο, αρκετοί «χαιρέτησαν» και επιδοκίμασαν αυτήν την στροφή σε πιο metal μονοπάτια. Οι επιρροές ξεκινούσαν από τους QUEEN και τους RUSH και έφταναν στους MANILLA ROAD κι αν αυτό δεν είναι ενδιαφέρον από μόνο του, τότε δε ξέρω πως αλλιώς να το χαρακτηρίσω. Αν μη τι άλλο, πολύ ιδιαίτερος δίσκος το “17th Street”, ανώτερος του “Fields…” ίσως, έδειξε με απλό τρόπο πως Cobbett = ποιότητα και ποιότητα = Cobbett. Αρνητικό του το άκυρο, φωτογραφικό εξώφυλλο. Να μην επαναληφθεί, παρακαλώ.
Πέντε χρόνια αναμονής, είναι πολλά, όταν πρόκειται για τους HAMMERS OF MISFORTUNE. Δεν έγιναν όμως και λίγα, αυτά τα πέντε χρόνια. Ξεκινάμε από τα πιο σοβαρά, τα οποία δεν έχουν να κάνουν με κάτι το καλλιτεχνικό: Ο τραγουδιστής Joe Hutton ενεπλάκη σε ένα παραλίγο θανατηφόρο ατύχημα με μοτοσικλέτα, από το οποίο χρειάστηκε σχεδόν ένα χρόνο για να αναρρώσει. Παράλληλα, ο Cobbett και η Sigrid «καλωσόρισαν» το πρώτο τους παιδί, τον Tristan. Στα καλλιτεχνικά τώρα, το ζεύγος κυκλοφόρησε δύο albums με τους VHOL (side project μαζί με τον Mike Scheidt των ΥΟΒ και τον Aesop Dekker των AGALLOCH και LUDICRA — άλλο ένα συγκρότημα του πολυπράγμονος Cobbett) ενώ δεν έλειψαν και οι σχεδόν αναμενόμενες αλλαγές στη σύνθεση, με τον Paul Walker να αναλαμβάνει το μπάσο και τον Will Carroll (DEATH ANGEL) να κάθεται πίσω από τα τύμπανα.
Κάπως έτσι λοιπόν φτάσαμε στο 2016 και το “Dead revolution” με το αλληγορικό, καταπληκτικό artwork του ζωγράφου Robert S. Connett. Αν πούμε πως επρόκειτο για το πλέον πολυποίκιλο album της δισκογραφίας των «Σφυριών», πιθανόν να έχουμε δίκιο. Vintage rock, heavy metal, doom, progressive, συνεχείς εναλλαγές ρυθμών και συναισθημάτων, πλήκτρα, πιάνο, ακουστικές κιθάρες, εκκλησιαστικό όργανο, τρομπέτα, τρεις μουσικοί να εναλλάσσονται στα φωνητικά, δηλαδή, τι άλλο να κάνει μια μπάντα για να χαρακτηριστεί πραγματικά «προοδευτική» και «τεχνοκρατική»; Να ηχογραφήσει μήπως την νιοστή, κακή αντιγραφή ενός DREAM THEATER album; Το ξέρω, μόλις ξεστόμισα κακία, μα δε φταίω εγώ. Καλό θα ήταν λοιπόν, οι νεοσσοί progsters να ακούσουν και να κάνουν «κτήμα» τους δίσκους σαν το “Dead revolution”, έχουν πολλά να μάθουν από αυτούς.
Όπως είδαμε, τα «Σφυριά» είναι “progressive metal” με την πραγματική έννοια του όρου. Οι επιρροές τους ξεκινούν από τους PINK FLOYD και τους GENESIS και τελειώνουν στο hardcore. Ως εκ τούτου, είναι ικανοί για τα πάντα μουσικά και ποτέ δεν πρέπει να είσαι σίγουρος και επαναπαυμένος με την περίπτωσή τους. Τούτου λεχθέντος, δε θα μου έκανε εντύπωση αν το καινούργιο album «τραβούσε» το «σχοινί» των επιρροών ακόμη περισσότερο, σαν να ήθελε να το κόψει, ή αν μας παρουσίαζε κάτι το εντελώς απροσδόκητο. Και τα έξι χρόνια «σιωπής», έριχναν κι άλλο νερό στον μύλο των θεωριών και των σεναρίων.
Μεγάλη αλλαγή είχαμε βιώσει ξανά στο “Fields…”, όπου η μπάντα θέλησε να ερευνήσει εξονυχιστικά τα 70s progressive rock ηχοτόπια, αλλά αυτή η δεκαετία υπήρχε έτσι κι αλλιώς στο puzzle των επιρροών της. Αυτό που μας εξέπληξε λοιπόν δεν ήταν το ότι οι HAMMERS OF MISFORTUNE διάλεξαν να παίξουν έτσι, αλλά το πόσο καλά το έκαναν. Στο “Overtaker” τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πλέον το group παίζει πιο γρήγορα, πιο επιθετικά και πιο… «περίεργα» από κάθε άλλη φορά. Ποιος περίμενε ένα album που να ακούγεται λες και αποφάσισαν οι VOIVOD, ASPID, VEKTOR, VHOL και SADUS να βάλουν 70s rock στη μουσική τους; Ποιος θα πόνταρε τα χρήματά του σε ένα απόκοσμο, περιπετειώδες, «διαστημικό» art/kraut/psych/prog thrash, γεμάτο Hammond και mellotron; Θα σου δώσω εγώ την απάντηση, με σιγουριά: ΚΑΝΕΙΣ. Και όποιος σου πει το αντίθετο, είναι ψεύτης.
Για άλλη μια φορά, ο John Cobbett βαδίζει «ελεύθερος» στο δικό του σύμπαν αξιών, πιστός στο όραμά του, εμπιστευόμενος το ένστικτό του και αδιαφορώντας για τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας. Άλλωστε μια πτυχή της, τη χτυπά ανελέητα, αφού η άκρατη επέκταση της τεχνολογίας στις ζωές των ανθρώπων και η αλόγιστη χρήση της να βρίσκεται εκ νέου στο στόχαστρο των στίχων. Ίσως παίζει ρόλο πως τούτη τη φορά, δεν έχει καν εταιρεία πίσω του. Ξύπνησε ένα πρωί, είπε «θα γράψω έναν tech thrash δίσκο, έναν δίσκο όπου το ‘Illusions’ των SADUS θα ενώνεται με το ‘Nursery Cryme’ των GENESIS», όπως παραδέχτηκε ο ίδιος και απλά το έκανε. Τόσο εύκολα. Και το έκαναν ευκολότερο ακόμη, η Jamie Myers και ο Mike Scalzi που επέστρεψαν, η είσοδος του Blake Anderson (πρώην VEKTOR) στα τύμπανα και μερικοί σπουδαίοι προσκεκλημένοι: ο Steve Blanco των IMPERIAL TRIUMPHANT, ο Tom Draper των CARCASS και SPIRIT ADRIFT, ο Frank Chin των VEKTOR και CRYPT SERMON…
Τα “The Locust Years” και “The August engine”, έχουν ήδη αποκτήσει την ετικέτα του «κλασσικού». Τα “The Bastard”, “17th Street” και “Dead revolution” βρέθηκαν σε πολλές λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς τους. Το “Fields/Church of broken glass”, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Μένει τώρα να δούμε, πως θα φερθεί ο χρόνος στο “Overtaker”. Πάντοτε ήταν σύμμαχος των HAMMERS OF MISFORTUNE, γιατί να μην είναι και αυτή τη φορά; Στο σύνολο όσων λογίζονται ως “metal”, τούτο δω είναι ίσως το δυσκολότερο album της χρονιάς και αυτό είναι (θεωρητικά) κατά του. Από την άλλη όμως, από πότε οι φίλοι και οπαδοί του group ήταν και οπαδοί της εύκολης και «ρηχής» μουσικής;
Το “Overtaker” ηχογραφήθηκε από τους:
Jamie Myers — Φωνητικά John Cobbett — Κιθάρα, μπάσο, mellotron, solina Blake Anderson — Τύμπανα, piano Sigrid Sheie — Hammond B3, β’ φωνητικά ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ: Mike Scalzi — Φωνητικά στα “Dark Brennius” και “Overthrower”. Frank Chin — Μπάσο στα “Dark Brennius” και “Outside our minds”. Tom Draper — Lead κιθάρα στο “Overthrower”. Steve Blanco — Πλήκτρα στο “Vipers Cross”. Brooks Wilson — Β’ φωνητικά στο “Aggressive perfection”. ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Facebook Spotify Bandcamp YouTube
Hammering Trivia:
- Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “The August engine”, η Janis Tanaka ήταν ήδη σε περιοδεία με την P!nk και ουσιαστικά εκτός group, ενώ ο Mike Scalzi είχε μετακομίσει στο L.A. Για να γράψει η πρώτη το μπάσο και ο δεύτερος τα φωνητικά του, πήγαν και οι δυο στο San Francisco, έμειναν 1–2 μέρες, ηχογράφησαν τα μέρη τους σε χρόνο dt και επέστρεψαν πάλι στις ασχολίες τους.
- Για τη σύγχυση στα credits, υπάρχει εξήγηση: Όταν τελικά κυκλοφόρησε ο δίσκος, το νέο line-up έδινε ήδη τις πρώτες του συναυλίες. Άλλη μπάντα ηχογράφησε το album, άλλη το προώθησε.
- Το “The August engine” είναι concept. Πραγματεύεται την παρακμή και τον «θάνατο» της μουσικής, όπως τα βιώνει ένας μουσικός και πηγάζει από προσωπικές εμπειρίες του Cobbett. Στο τέλος του album, η «οντότητα» που δικάζεται και καταδικάζεται είναι ο ίδιος ο «σκληρός ήχος».
- Στην αρχική του εκδοχή, ήταν πολύ μεγάλο σε διάρκεια και ακόμη πιο «δύσκολο», συνθετικά και εκτελεστικά. Ήταν τέτοια η «δυσκολία» του, που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να το κυκλοφορήσει. Έτσι, ο Cobbett το παράτησε και άρχισε να δουλεύει πάνω στο “The Locust Years”. Τελικά, μετά από προτροπή της Cruz del Sur, δουλεύτηκε εκ νέου και όταν πήρε τη γνωστή του μορφή, κυκλοφόρησε.
- Από το “The August engine” μέχρι και το “Fields/Church of broken glass”, όλες οι κιθάρες είναι γραμμένες (προσοχή, γραμμένες, όχι παιγμένες) από τον Cobbett. Αυτό άλλαξε στο “17th Street” και στο “Dead revolution”, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Leila Abdul-Rauf.
- Το εξώφυλλο και τα σκίτσα στο booklet, είναι σχεδιασμένα από τον ίδιον τον Cobbett. Ομοίως και το εσωτερικό gatefold του “Dead revolution”.
- Το “Fields/Church of broken glass”, είχε σχεδιαστεί να είναι δύο ξεχωριστοί δίσκοι. Ωστόσο, η Profound Lore Records πρότεινε να μειωθεί η διάρκεια των τραγουδιών και να κυκλοφορήσουν ως ένας διπλός δίσκος. Για τον λόγο αυτόν, βλέπεις και δύο ξεχωριστά εξώφυλλα.
- Η εισαγωγή του “The Gulls” είναι ένας φόρος τιμής στο “The return of the giant Hogweed” των GENESIS.
- Στο “17th Street” επανέρχεται το τσεκούρι στο λογότυπο της Metal Blade, μετά από απαίτηση του Cobbett.
- Μέχρι το φετινό “Overtaker”, στο οποίο βλέπουμε ξανά τη γραμματοσειρά του “The August engine”, σε κανέναν δίσκο του group το λογότυπό του δεν είναι ίδιο. Ο λόγος είναι πως σε κάθε album, γίνεται μια προσπάθεια το λογότυπο να ταιριάζει με το εξώφυλλο. Το λογότυπο στο “Fields…”, είναι ένας φόρος τιμής στον σπουδαίο Roger Dean.
- Στο “17th Street”, ο Cobbett ήθελε να μιλήσει για το San Francisco, το πώς η πόλη αλλάζει και πως η αλλαγή αυτή επηρεάζει την ζωή των κατοίκων της, όλων των κοινωνικών τάξεων. Το ίδιο concept, παραλλαγμένο, συνεχίζεται-εξελίσσεται και στο “Dead revolution”, με την εξής διαφορά: Ενώ το “17th Street” προσέγγιζε την κατάσταση από μια αισιόδοξη προοπτική, στο “Dead revolution” κυριαρχεί ο πεσιμισμός, εξ ου και το πιο μινόρε ύφος. Ο Cobbett μετακόμισε από την Washington στην περιοχή Mission και 17th Street είναι ένας από τους μεγάλους δρόμους που τη διασχίζουν.
- H διασκευή στο folk “Days of ‘49” προέκυψε μετά από έρευνα του Cobbett επάνω σε τραγούδια από την εποχή του «πυρετού του χρυσού» στην California. Το ίδιο κομμάτι έχουν διασκευάσει, μεταξύ άλλων, οι FAIRPORT CONVENTION και ο Bob Dylan. Οι στίχοι προέρχονται από το ομώνυμο ποίημα του Joaquin Miller, για έναν χρυσωρύχο του 1849. Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο “The gold seekers of the Sierras” (κεφάλαιο 8ο, σελίδα 68) από τον εκδοτικό οίκο Funk & Wagnalls της Νέας Υόρκης, το 1884. Οι HAMMERS OF MISFORTUNE το μετατρέπουν από ένα παραδοσιακό αμερικανικό country τραγούδι, σε ένα τεράστιο doom metal ΕΠΟΣ, σε μια από τις καλύτερες διασκευές όλων των εποχών.
- Το “Flying alone” είναι ένας φόρος τιμής στο “Kill the king” των RAINBOW. Από την ένταση του παιξίματος κατά την ηχογράφησή του, καταπονήθηκε ιδιαίτερα στο χέρι ο Will Carroll, ο οποίος έχει εκπληκτική απόδοση σε όλα τα τραγούδια.
- Τα τραγούδια του “Overtaker” ξεκίνησαν να γράφονται χωρίς να προορίζονται για νέο HoM album. Στην ουσία, ο Cobbett απλά έγραφε μουσική.
- Η μπάντα δε χρησιμοποιεί μετρονόμους.
- O John Cobbett ήταν ιδιοκτήτης του “Lucifer’s Hammer”, ενός club-μουσικής σκηνής, από το οποίο ξεκίνησαν αρκετά τοπικά συγκροτήματα, κυρίως του ακραίου ήχου. “All metal, all the time”, ήταν το moto του. Σε εκείνο το club, δημιουργήθηκαν μεταξύ άλλων οι THE GAULT και οι LUDICRA, μπάντες του γενεαλογικού δέντρου των HAMMERS OF MISFORTUNE και εμφανίστηκαν συγκροτήματα όπως οι MAYHEM, ENSLAVED, IMPALED NAZARENE, ORANGE GOBLIN, MORTIIS, BURNING WITCH, MELVINS, WOLVES IN THE THRONE ROOM και HIGH ON FIRE.
- H Sigrid Sheie ήταν καθηγήτρια κλασσικής μουσικής στο Community Music Center στην περιοχή του Mission.
- H Tumult Records, από την οποία κυκλοφόρησε το “The Bastard”, στεγαζόταν στο μοναδικό δισκάδικο του San Francisco όπου μπορούσε κανείς να βρει ακραίο metal. Πολύ δύσκολη εποχή τα mid ‘90s, για extreme metalheads, στην άλλοτε κραταιά Bay Area…